ανοικτιρμοσύνη

ανοικτιρμοσύνη
η
απονιά, έλλειψη ευσπλαχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοικτίρμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανελεημοσύνη — η (AM ἀνελεημοσύνη) το να μην είναι κάποιος ελεήμονας, ασπλαχνιά, ανοικτιρμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ασπλαχνιά — η (AM ἀσπλαγχνία) [άσπλα(γ)χνος] η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”